τοκάτα

τοκάτα
Ενόργανη μουσική σύνθεση που χρονολογείται από τα τέλη του 16ου αι. Αρχικά τ. σήμαινε κάθε έργο προορισμένο να παίζεται σε όργανα με πλήκτρα, όπως εκκλησιαστικό όργανο ή τσέμπαλο (toccare = εγγίζω), ενώ καντάτα γενικά σήμαινε κάθε έργο προορισμένο να τραγουδιέται (cantare = τραγουδώ). Αρκετά συγγενική με το καπρίτσιο και τη φαντασία, η τ. άρχισε να παίρνει δικά της χαρακτηριστικά με τον Τζιρόλαμο Φρεσκομπάλντι (17ος αι.) ο οποίος, τονίζοντας το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, την ανέβασε σε μεγάλο καλλιτεχνικό ύψος, σημαδεύοντας την ανάπτυξή της με γοητευτικά και απροσδόκητα λυρικά ανοίγματα. Μετά την πρώτη μεγάλη αρχική επιτυχία της, κυρίως ιταλική, η τ. διαδόθηκε πολύ στη Γερμανία. Μεγαλύτερος εκπρόσωπός της ήταν ο Μπαχ που την υιοθέτησε σε έργα για εκκλησιαστικό όργανο και τσέμπαλο, δίνοντάς της, ιδιαίτερα για το εκκλησιαστικό όργανο, εξαιρετικό πλάτος σύλληψης και, με το τσέμπαλο, μια εκπληκτική εφευρετική δύναμη κάτω από μια ευκίνητη, σφιχτή και ρέουσα πορεία. Μετά τον Μπαχ, η τ. ξέπεσε πολύ αν και ασχολήθηκαν με αυτήν πολλοί άλλοι συνθέτες, ακόμα και ρομαντικοί (Κλεμέντι, Σούμπερτ, Σούμαν). Τις περισσότερες φορές, το είδος αυτό αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στη φόρμα - σονάτα, που έγινε η βασική μορφή όλης της ενόργανης μουσικής του ρομαντισμού. Ωστόσο, μετά την εγκατάλειψη της φόρμας - σονάτα, τον 20ό αι., η τ. απέκτησε απέναντι της τελευταίας αυτής ένα χαρακτήρα πολεμικής. Έτσι δεν είναι τυχαίο, ότι οι καλύτερες τ. των τελευταίων δεκαετιών έχουν την υπογραφή αδιάλλακτα αντιρομαντικών συνθετών, όπως οι Φερούτσιο Μπουζόνι, Μορίς Ραβέλ και Αλφρέντο Καζέλα.
* * *
η, Ν
μουσ. μουσική μορφή για πληκτροφόρα όργανα γραμμένη με ελεύθερο ύφος που χαρακτηρίζεται από πλήρως ανεπτυγμένες συγχορδίες από γρήγορα περάσματα και άλλα δεξιοτεχνικά στοιχεία σχεδιασμένα για να αναδεικνύουν την προσωπικότητα τού εκτελεστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccata, θηλ. της μτχ. toccato τoύ ρ. toccare «πιάνω, αγγίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρελούδιο — Μουσική μορφή που σημαίνει γενικά την ενόργανη εισαγωγή μιας σύνθεσης αλλά μπορεί να είναι και αυτόνομη σύνθεση. Ως ιδιαίτερη μορφή, το π. έχει αρχαία προέλευση (οι Έλληνες, για παράδειγμα, είχαν π. για κιθάρα)· στους νεότερους χρόνους (από το… …   Dictionary of Greek

  • φούγκα — (Μουσ.). Η πιο ολοκληρωμένη πολυφωνική μουσική μορφή –φωνητική ή ενόργανη– με το όνομα της οποίας συνδέεται η έννοια της ροής της αμοιβαίας φυγής των διαφόρων μερών ή φωνών του μουσικού λόγου. Η μορφική έννοια της φ. έχει ως επίκεντρο την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Χρήστου, Γιάννης — (Ηλιούπολη, Κάιρο 1926 – Αθήνα 1970). Έλληνας συνθέτης. Από το 1945 πηγαίνει στην Αγγλία όπου σπουδάζει φιλοσοφία με τον Βιτγκενστάιν στο King’s College του Καίμπριτζ, και μουσική με τον Ρέντλιχ (μαθητή και μελετητή του Άλμπαν Μπεργκ στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”